- πόλησις
- ἡ, Α [πολώ (Ι)]περιστροφική κίνηση, περιστροφή («τὴν ὁμοῦ πόλησιν καὶ περὶ τὸν οὐρανόν», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πόλησιν — πόλησις mouement fem acc sg πόλις city fem dat pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)